γράψ'

γράψ'
γράψα , γράφω
scratch
aor ind act 1st sg (epic ionic)
γράψε , γράφω
scratch
aor ind act 3rd sg (epic ionic)
γράψαι , γράφω
scratch
aor imperat mid 2nd sg
γράψαι , γράφω
scratch
aor inf act

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • Infinitive — In grammar, infinitive is the name for certain verb forms that exist in many languages. In the usual (traditional) description of English, the infinitive of a verb is its basic form with or without the particle to: therefore, do and to do, be and …   Wikipedia

  • Modern Greek grammar — Main article: Modern Greek The grammar of Standard Modern Greek, as spoken in present day Greece and Cyprus, is basically that of Demotic Greek, but it has also assimilated certain elements of Katharevousa, the archaic, learned variety of Greek… …   Wikipedia

  • Partizip Futur Aktiv — Das Partizip Futur Aktiv, kurz PFA, ist in einigen Sprachen eine spezielle Verbform (Verbaladjektiv). Mit dem PFA kann eine spätere Handlung oder eine Absicht zum Ausdruck gebracht werden. In der deutschen Sprache gibt es jedoch nichts… …   Deutsch Wikipedia

  • είμαι — (AM εἰμί Α και αιολ. τ. ἐμμί Μ και εἶμαι) 1. υπάρχω, ζω («...ήταν ένας γέρος και μια γριά», «οὐκ ἐσθ οὗτος ἀνήρ οὐδ ἔσσεται» δεν υπάρχει ούτε πρόκειται να υπάρξει) 2. (για πράγματα) υπάρχω, βρίσκομαι) («δεν είναι στάρι φέτος», «ὁ παράδεισος αὐτὸς …   Dictionary of Greek

  • κλέψιμο — το (Μ κλέψιμο) η ενέργεια τού κλέβω, η κλοπή, η κλεψιά. [ΕΤΥΜΟΛ. θ. κλεψ (κλέπτω) + κατάλ. ιμο (πρβλ. γράψ ιμο, τρέξ ιμο)] …   Dictionary of Greek

  • πέσιμο — το / πέσιμον, ΝΜ πτώση νεοελλ. (για οικον. αξίες) μείωση, ελάττωση («το πέσιμο τών μετοχών αναστάτωσε το χρηματιστήριο») μσν. (για στρατεύματα) συγκέντρωση, συρροή. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πεσ τού αόρ. έ πεσ α τού πέφτω + κατάλ. ιμο (πρβλ. γράψ ιμο)] …   Dictionary of Greek

  • πέψιμο — το, Ν το να στέλνει κάποιος κάποιον ή κάτι κάπου, η αποστολή. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πεμψ τού πέμπω (πρβλ. πέμψις) + κατάλ. ιμο (πρβλ. γράψ ιμο) με αποβολή τού μ προ τού ψ ] …   Dictionary of Greek

  • πταίσιμο — το / πταίσιμον, ΝΜ η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού πταίω, το πταίσμα, το φταίξιμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < πταίω + κατάλ. ιμο (πρβλ. βράσ ιμο, γράψ ιμο)] …   Dictionary of Greek

  • ράψιμο — το / ῥάψιμον, ΝΜ 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού ράβω, το να ράβει κανείς κάτι 2. η αμοιβή τού ράφτη, τα ραφτικά (α. «το ράψιμο μού κόστισε πολύ φθηνά» β. «ἔπαρ τὸ ῥάψιμόν σου», Πρόδρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ῥαψ τού αορ. ἔ ραψ α τού ῥάπτω + κατάλ …   Dictionary of Greek

  • ρίξιμο — το, Ν 1. το να ρίχνει κανείς κάτι, ρίψη («το ρίξιμο της πέτρας») 2. γκρέμισμα, κατεδάφιση («το ρίξιμο τού τοίχου») 3. μτφ. εξαπάτηση, καταδολίευση 4. φρ. «το ρίξιμο τού παιδιού» αποβολή ή έκτρωση εμβρύου. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ριξ τού αορ. έ ριξ α τού …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”